- κατενιαύσιος
- κατ-ενιαύσιος, ὁ (alljährlich), eine Obrigkeit zu Gela in Sicilien
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατενιαύσιος — κατενιαύσιος, ὁ επιγρ. 1. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο 2. τίτλος ετήσιας αρχής, ετήσιου δημόσιου λειτουργήματος στη Γέλα τής Σικελίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐνιαύσιος «αυτός που γίνεται μια φορά τον χρόνο»] … Dictionary of Greek